κακοκαρδίζω

κακοκαρδίζω
κακοκαρδίζω, κακοκάρδισα, κακοκαρδισμένος βλ. πίν. 33
——————
Σημειώσεις:
κακοκαρδίζω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή.
Το ρ. έχει και τις δύο έννοιες στενοχωρώ, στενοχωριέμαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοκαρδίζω — (Μ κακοκαρδίζω) [κακόκαρδος] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να λυπηθεί, στενοχωρώ 2. (αμτβ.) χάνω το κέφι μου, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, δυσαρεστούμαι …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρδίζω — κακοκάρδισα, κακοκαρδισμένος 1. κάνω κάποιον να λυπηθεί: Γιατί μας κακοκαρδίζεις μ αυτά που λες; 2. στενοχωρούμαι: Μην κακοκαρδίζεις κι όλα θα διορθωθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακακοκάρδιστος — η, ο [κακοκαρδίζω] αυτός που δεν κακοκαρδίζει, που δεν δυσανασχετεί, ο πάντοτε ευχαριστημένος …   Dictionary of Greek

  • βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακοκάρδισμα — το [κακοκαρδίζω] στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια, δυσθυμία …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρδισιά — και κακοκαρδισά, ἡ (Μ) [κακοκαρδίζω] στενοχώρια, δυσαρέσκεια, λύπη, δυσθυμία …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρδισμός — ο [κακοκαρδίζω] κακοκάρδισμα* …   Dictionary of Greek

  • κακοκαρδιστής — ο [κακοκαρδίζω] αυτός που κακοκαρδίζει, που στενοχωρεί κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”